Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐν μορίῳ

См. также в других словарях:

  • Μορίω — Μόριος masc nom/voc/acc dual Μόριος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίω — μόριον piece neut nom/voc/acc dual μόριον piece neut gen sg (doric aeolic) μόριος masc/neut nom/voc/acc dual μόριος masc/neut gen sg (doric aeolic) μορέω make with pain and toil pres subj act 1st sg (doric) μορέω make with pain and toil pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορίῳ — Μόριος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίῳ — μόριον piece neut dat sg μόριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορίωι — μορίῳ , μόριον piece neut dat sg μορίῳ , μόριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μορίωι — Μορίῳ , Μόριος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»